- ἐφωράθη
- ἐφωρά̱θη , φωράωsearch after a thiefaor ind pass 3rd sg (attic)ἐφωρά̱θη , φωράωsearch after a thiefaor ind pass 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωρώμαι — φωρῶ, άω, ΝΜΑ [φωρά] (λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, άομαι α) συλλαμβάνομαι επ αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσα β) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.) μσν. στρέφω τη… … Dictionary of Greek